τσουγκρύζω
Τσουγκρύζω § συγκρούω· λέγεται κυρίως ὅταν τὰ παιδία τὴν ἡμέραν τῆς Λαμπρᾶς συγκρούωσι πρὸς ἄλληλα τὰ ὠά των, καὶ ὁ σπάσας τὸ τοῦ ἑτέρου κερδίζει. ΚΝ.
Σημ. Ἐκ τοῦ συγκρούω· προσθέσει μὲν τοῦ τ ἐν ἀρχῇ κατὰ τὰ τόφρα, ὄφρα, γίνεται τσυγκρούω, τροπῇ δὲ τοῦ υ εἰς ου (Σύλλ. 44) γίνεται τσουγκρούω, τροπῇ δὲ πάλιν τοῦ ου εἰς υ διὰ τὴν συγγένειαν τῆς προφορᾶς, (ὡς μαρτυροῦσι τὰ λατινικὰ tu, mus, sus = τοῦ, μοῦς, σοῦ = τύ, μῦς, σὺς) τσουγκρύω καὶ τέλος ἐπενθέσει τοῦ ζ (Σύλλ. 6) γίνεται τσουγκρύζω.