ἀθρακιά καί ἀνθρακιά
Ἀθρακιἀ (ἀνθρακιά), ὁ σωρὸς ἀνημμένων ἀνθράκων.
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός
Ετυμολογική σημείωση:
ο τύπος με /n/ είναι καθαρολογικός (λόγια παρέμβαση στο δημώδες αθρακιά) και δεν απαντά στην αβίαστη δημώδη λευκαδίτικη ομιλία
(Π.Γ. Κριμπάς)