Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ἀθρακιά καί ἀνθρακιά

Ἀθρακιἀ (ἀνθρακιά), ὁ σωρὸς ἀνημμένων ἀνθράκων.

Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός


Ετυμολογική σημείωση:
ο τύπος με /n/ είναι καθαρολογικός (λόγια παρέμβαση στο δημώδες αθρακιά) και δεν απαντά στην αβίαστη δημώδη λευκαδίτικη ομιλία

(Π.Γ. Κριμπάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.