τσιντάω
πειράζω, κεντώ, προκαλώ κάποιον
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τσιντάω = ἐρεθίζω, προκαλῶ, τσαντίζω.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
πειράζω, κεντώ, προκαλώ κάποιον