τσάτσα (η)
η αδερφή. “ε, αρή τσάτσα, τι κάν΄ς αυτού;” – “ε, αρή τσάτσα, δε μ΄ ακούς;”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τσάτσα, τσατσὰ /ἡ/ (τάτα, τυτοὸς) = ἡ ἀδελφή.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Σε μας αδερφή. Οι λεξικογράφοι πιθανολογούν η λέξη να προέρχεται “από την αναδίπλωση του μεσαιωνικού τσα (θεια)” ή προσθέτει ο Μπαμπινιώτης – από το βουλγάρικο tsitsa (θεία – θείτσα). Λέγει ο Φιλήντας (γλωσογνωσία Α’ 149): Θεια, κατά το γιαγιά, μπαμπά. Κατόπιν τσάτσα κατά το μάνα και τέλος κατά συμφυρμό, θεια και τσάτσα, απ΄ όπου θειάτσα, θείτσα. Όλοι οι γλωσσολόγοι το λένε θεία. Ο Κριαράς: τσατσά και τσάτσα, θεία (γενικώς) με αναδίπλωση πιθανών του τσα και θα πει κατ΄ αυτόν θεία. Εμείς πάντως τονίζουμε στην παραλήγουσα, τσάτσα και εννοούμε την αδερφή. Λέμε ” η τσάτσα μ΄”.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Τσάτσα = ἀδελφή.