τετοιόζω
κάνω τη σεξουαλική πράξη, συνώνυμο του απαυτώνω.
“την ετέτοιωσε”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τετοιόζω (τοιοῦτος) = κάμνω τοιουτοτρόπως, ἀπαυτώνω. (λέγεται καὶ μὲ τὴν ἔννοιαν σεξουαλικῆς ὁμιλίας: «τν ἐτέτοιωσε».
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Τετοιώζω και τετοιώνω.
Ρήμα που χρησιμοποιείται όταν δεν επιθυμεί κανείς να χρησιμοποιήσει τη λέξη που ταιριάζει ή αδυνατεί να τη βρει στη στιγμή που μιλεί (Κριαράς).
Από τη δεικτική αντωνυμία τέτοιος (αρχ. τοιούτος) εδώ με κακή έννοια: “τέτοιος είναι”, ο τοιούτος, ο ομοφυλόφιλος.
Η ερμηνεία του λεξικού παραπάνω ότι κάποιος χρησιμοποιεί το τετοιώνω όταν δεν μπορεί να βρει τη λέξη που θέλει, μας οδηγεί στο καρσάνικο (πραγματικό) ανέκδοτο: Κατά τη χειροτονία παπά, αγράμματη και αφελής χωριανή ευχήθηκε στον νεοχειροτονημένο στο σπίτι του και παρουσία των δικών του: “Παπά μου να ζήσεις να χαρείς … τ΄ν΄αποτέτοια σ΄” (εννοούσε την ιερωσύνη του). Που να ΄ξερε τη δύσκολη αυτή λέξη; Την έσωσε το “από τέτοια”.
Υπόψη στην Καρυά το τέτοιος, τετοιόζω (σπάνια -ώνω) χρησιμοποιούνται ιδίως μεταξύ των γυναικών ευρύτατα, τουλάχιστον τότε… “Μαρή, θέλω να … ή έχω να τετοιώσω …” Η φράση εδήλωνε την απασχόληση με κάτι και αντικαθιστούσε τη συγκεκριμένη λέξη.
Ανάλογο, αλλά με κακή έννοια, είναι και το απαυτώνω, να θυμηθούμε και το “τα θέλει ο απαυτός σου/του …”, κρύβοντας την κακόηχη λέξη.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης