στ(υ)λάρ(ι)
Στ(υ)λάρ(ι) /τὸ/ (στύλος) = κινητὸν ξύλινον ἀντέρεισμα τοῦ θυροφύλλου πρὸς τὸν τοῖχον, ξύλινος μοχλός.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Στ(υ)λάρ(ι) /τὸ/ (στύλος) = κινητὸν ξύλινον ἀντέρεισμα τοῦ θυροφύλλου πρὸς τὸν τοῖχον, ξύλινος μοχλός.