απ(η)δάω
πηδώ, συνουσιάζομαι.
Προκειμένου για σπιτικά ζώα, λέμε: “μορκαραλίζω” -ισμα.
(απηδάω – απδάω)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀπ(η)δάω: (πηδάω-ῶ) = πηδῶ, ἐπιβαίνω σεξουαλικῶς, συνουσιάζομαι ἐνεργητικῶς, μαρκαλίζω. (λέγεται ἐπὶ οἰκοσίτων ζῴων).
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ἀπηδάω § πηδάω.
Σημ. Ὁ Βυζ. γρ. πηδῶ
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου