στρογυρός ή στιχερός (ο)
χοντρό ίσιο αγριόξυλο, ως 2 μέτρα ψηλό, μπηγμένο στο κέντρο του αλωνιού. Εκεί έδεναν γερά την αλωναριά, ένα χοντρό σκοινί που στην άλλη άκρη του είχε προσδεμένο άγγιστρο, που γάντζωνε στη λαιμαριά του εσωτερικού αλόγου, κατά το αλώνισμα.