καμπόσος (ο)
ο σημαντικός, ο σπουδαίος: “Μας κάνει κι αυτός τον καμπόσονε”, πώς κάποιος είναι …
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καμπόσος -η -ο (κἂν-πόσος) = ἀρκετός, σπουδαῖος, ἀξιόλογος, παλληκαρᾶς. «μᾶς κάν’ τὸν καμπόσο».
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Κάμποσος και καμπόσος. Σημαίνουν αρκετά (όχι λίγος). Από το μεσαωνικό καμπόσος (καν και πόσος) προέκυψε το γνωστό επίρρημα, καμπόσο, στην φράση κάνει τον καμπόσο, δηλαδή τον σπουδαίο. (Μπαμπινιώτης).
Στην Ερωφίλη (Α΄ιντερμέδιο, 176) διαάζουμε: “και πιέ καμπόσο, αφέντη μου …), αλλά ο μεταφραστής αποδίδει (λάθος) το καμπόσο, λίγο, ενώ σημαίνει αρκετά. Κι εμείς λέμε, έπιε (ή έφαγε) κάμποσο, δηλ. αρκετά.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης