σταλώνω
μεστώνω, ξυλοποιούμαι.
“Τα φασόλια εσταλώσανε”, δηλ. θέλουν μάζωμα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σταλώνω (σταλὶς) = στελεχοποιοῦμαι, σκληρύνομαι, στερεοποιοῦμαι (ἐπὶ καρπῶν καὶ φυτῶν): «ἐσταλώσανε τὰ μπιζέλια».
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
πήζω
“Άσε τ΄ αυγά να σταλώσουν και μετά τα σερβίρεις”
Αναμνηστικό λέξεων – Γιώτα και Γιώργος Καραγιάννης