σκάλτσα (η)
ή σκάλτζα. Χοντρό κάλυμμα των ποδιών από τα γόνατα ως τα στραγάλια. Είναι μέρος της παλιάς παραδοσιακής ανδρικής ενδυμασίας. Γίνεται με ύφασμα διμιτένιο (=μπαμπακερό), σε χρώμα πάντα λευκό. Υπήρχαν όμως και βελούδινες και μεταξωτές σκάλτζες. Σχιστές στο πίσω μέρος κούμπωναν με κρυφές ζάβγες.
Σε κτγρφ. του 1714, Νο 63, διαβάζομε: “σκάλτζες ρούχινες” – σε άλλη του 1725: “σκάλτζες βελούδινες”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σκάλτσα /ἡ/ (Ἰ. calza) = ἡ περικνημὶς τῆς ἐγχωρίας ἀνδρικῆς στολῆς ἐκ λευκῆς ἐρέας, ἀρχομένη ὑπὸ τὸ γόνυ, καλύπτουσα τὸ ἄνω μέρος τοῦ χαμηλοῦ ὑποδήματος καὶ φέρουσα κατὰ τὸ ὀπίσθιον μέρος της ἄνοιγμα κλειόμενον ἐφαρμοστὰ μὲ ζάβγιες.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Σκάλτσα = χοντρή μάλλινη ὑφαντή περικνημίδα πού καλύπτει ὅλη τήν κνήμη μέχρι τόν ἀστράγαλο καί κλείνει στό πλάϊ.