ρουμπώνω
γεμίζω το στόμα μου με φαγητό βία-βία, κατεβάζω την τροφή αμάσητη.
φράσεις: “ερούμπωσα” = εχόρτασα, γιόμισα την κοιλιά μου – “το ρούμπωσε στη στιγμή”.
ουσιαστικό: ρούμπωμα
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ρ(ου)μπώνω (Ἰ. rubare) = καταπίνω ἐν σπουδῇ, χάφτω ἀμάσσητον.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ρουμπο σ΄το.
Ο Λάζαρης παραπέμπει στο ιταλικό rubare και το αποδίδει σωστά ως καταπίνω με βιασύνη, χάφτω αμάσητο. Το ίδιο και ο Κοντομίχης.
Η προέλευση του είναι από τη μεσαιωνική λέξη ρομβώνω, μαγεύω ρίχνοντας ρόμβους (θυμήσου το παιγνίδι πάρ΄ τα όλα και τη σβούρα) επομένως απατώ. Ο Μπαμπινιώτης, πιο κοντά στα πράγματα αποδίδει μεταφορικά, νικώ, αποστομώνω (κάποιον). Μ΄ αυτό που του είπε τον ρούμπωσε. Με μικρές παραλλαγές συμφωνούν οι ειδικοί. Από το ρομβώνω, λοιπόν το ρουμπώνω.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης