καρτερώ
περιμένω, υπομένω.
“Καρτέρεσέ με κι εμένα να έρθω” – “Δεν μπορώ να σε καρτερέσω άλλο, ήτα σώνομε ή τα διαλύομε”.
Παροιμίες: “Κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι” – “Αν καρτερείς το γούρμασμα, για καλό και για κακό, βάλε και ένα δραγάτη”.
Δημ. τραγ.: “Σαν πας, Μαλάνω μ’, για νερό / στη βρύση θα σε καρτερώ”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καρτερῶ (καρτερέω -ῶ) = περιμένω, ἀναμένω, ὑπομένω.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης