κολάζω -ομαι
αμαρτάνω, σκανταλίζω -ομαι.
Όταν ακούμε “αμαρτωλά” πράγματα ή βλέπομε απρέπειες σατανικές. “Άντε χάσου χριστιανέ μ΄ που ΄ρθες να με κολάσεις, μπονώρα, μπονώρα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Εδώ με την έννοια του αμαρτάνω, κολάστηκα (αόριστος) εκολάσθην) ή με κόλασες. Συνήθης έννοια του ενεργητικού κολάζω είναι τιμωρώ (κόλαση ή τιμωρία) Ακόμα και η έννοια του σκανδαλισμού. “Με κόλασες χριστιανέ μου¨.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης