λαστρόν(ι) 07 Φεβ, 2017 Λ 0 Σχόλια 0 Λαστρόν(ι) = ὑποκοριστικὸν τῆς λέξ. «λάστρα» = μικρὸς ὑελοπίναξ, τζαμάκι.