πρέφα
Πρέφα /ἡ/ (Ἰ. prefato; preve;) = εἶδος συντόμου χαρτοπαιγνίου.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Το γνωστό σε πολλούς τυχερό παιχνίδι της τράπουλας, που παιζόταν στα καφενεία του χωριού από φανατικούς παίχτες.
Το αναφέρουμε εδώ για τη λαϊκή σημασία της φράσης: “παίρνω πρέφα”, συνήθως αρνητικά “δεν παίρνω … “, δηλ. χαμπάρι, μυρουδιά.
Και το ρήμα χαμπαριάζω.
Η λέξη πρέφα είναι συγκεκριμένος τύπος του γαλλικού preference=προτίμηση (Μπαμπινιώτης).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης