πίκιο-πίκιο (μαυλιστικό επιφών.)
μαύλισμα-κάλεσμα στις κότες με σκοπό να ΄ρθουν να φάνε το φαγητό που τους ρίχνουμε: σιτάρι, καλαμπόκι, τρίμματα ψωμιού κ.ά.
φράσεις: ¨Μαύλισε τις κότες και τάγισέ τες¨και λέμε πίκιο, πίκιο, πίκιο ή πίλο, πίλο. Κι αν πλησιάσει εκεί ξένη κότα, φωνάζομε: “Σου ξένη”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πικιο-πίκιο (Ἰ. picchio) = παρακέλευσις πρὸς ὀρνίθια ὅπως πλησιάσωσι πρὸς λῆψιν τροφῆς.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Πίκιο-πίκιο = κάλεσμα τῶν κλωσόπουλων.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής