περίκαψη (η)
σφοδρή επιθυμία, μεγάλο ενδιαφέρον. Πάντοτε σκωπτικά ή αποδοκιμαστικά.
“Έχεις περίκαψη να τον δεις;” – “Τώρα τον έπιασε περίκαψη να μάθει τι κάνομε;”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Περίκαψ(η) /ἡ/ (περὶ-καίω) = διακαὴς πόθος, θερμὸν ἐνδιαφέρον: «τὸν ἐπῆρ᾿ ἡ περίκαψ᾿ μαθὲς καὶ ρωτάει τί κάνωμε».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης