Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

περίκαψη (η)

σφοδρή επιθυμία, μεγάλο ενδιαφέρον. Πάντοτε σκωπτικά ή αποδοκιμαστικά.
“Έχεις περίκαψη να τον δεις;” – “Τώρα τον έπιασε περίκαψη να μάθει τι κάνομε;”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Περίκαψ(η) /ἡ/ (περὶ-καίω) = διακαὴς πόθος, θερμὸν ἐνδιαφέρον: «τὸν ἐπῆρ᾿ ἡ περίκαψ᾿ μαθὲς καὶ ρωτάει τί κάνωμε».

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.