μουδιάζω 21 Μαρ, 2017 Μ 0 Σχόλια 0 Μουδιάζω = αἱμωδιῶ, πάσχω πρόσκαιρον τοπικὴν ἀμβλυαναισθησίαν, ἀδρανῶ, ἀμηχανῶ, ὀλιγοψυχῶ.