Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μανέστρα (η)

σούπα με ζυμαρικό ή ρύζι  – μανέστρα λέγεται και το ίδιο το ζυμαρικό (νιόκος, αστεράκια κ.α.) άβραστο. “Πάρε και ένα κιλό μανέστρα ή μανεστρικό”.
φράση: “μου ξίνισε ή θα μου ξινίσει η μανέστρα”, δηλ. δε με νοιάζει γι αυτό που είπαν κλπ.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μανέστρα /ἡ/ (Ἰ. minestra) = σοῦπα (συνήθως ἐκ ζυμαρικοῦ).

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.