μαλάθα ή κοφινάδα
μεγάλο καλάθι σε σχήμα πίθου με πλεχτό κούπωμα, όπου οι χωρικοί – κυρίως – φύλαγαν τα καρβέλια της εβδομάδας. Σε καταγραφή του 1728 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) βλέπομε: “μια μαλάθα, οπού βάνουν το ψωμί”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μαλάθα /ἡ/ (παλάθη;) = πιθοειδὴς κάλαθος μετὰ πώματος ὅπου ἀποθηκεύονται τὰ καρβέλια τῆς ζυμωσιᾶς μέχρι καταναλώσεως.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Μαλάθα = μεγάλη κοφίνα μέ καπάκι πού φύλαγαν τό ψωμί.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Μαλάθα (καλάθα)· κόφινος κεχρισμένη διὰ πηλοῦ, χρήσιμος διὰ τοὺς ἄρτους πιθανὸν ἐκ τοῦ μάλθα (χρίσμα) ἠ ἐκ τοῦ μαλάσσειν τοὺς ἄρτους.
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός