Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τσιμάρω

  1. απομακρύνω την πλώρη του καραβιού από την μεριά που φυσάει ο άνεμος
  2. σηκώνω το πανί ως την κορυφή της κεραίας – δένω για να ρυμουλκήσω.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Τσιμάρω (Ἰ. cimare) = προσδένω διὰ σχοινίου πρὸς ρυμούλκησιν, αἵρω τὸ ἰστίον μέχρις ἄκρου τῆς κεραίας.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.