λαλάς (ο)
ο αδερφός. Συνήθως ανεβαίνει ο τόνος και λέμε : “ο λάλας μου, δα, μου το ΄φερε..”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λαλᾶς /ὁ/ (Π. Τ. λαλᾶ) = ἀδελφός. (θωπευτικώτερον «λάλας»).
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ο λαλάς μ΄.
Για τον Ανδριώτη κ.α. λαλάς είναι ο θείος, από το λαλά, η γιαγιά. Ετυμολογεί από το μεσαιωνικό λάλάς. Μπαμπινιώτης και Κριαράς δεν το έχουν. Ο Λάζαρης βρίσκει περσοτουρκική τη λέξη (όπως και ο Ανδριώτης).
Για μας πάντως είναι ο αδερφός. Να θυμηθούμε και το θωπευτικό ελληνικής ταινίας Λαλάκης.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Λαλᾶς, § ὁ ἀδελφός.
Σημ. Ἀλλαχοῦ λαλὰ λέγουσι τὴν τήθην (Βλάχ. ἐν λ.).
Αργυράκος Γ. -
Αν υπάρχει μεσαιωνικό “λαλά(ς)”, τότε ίσως είναι λατινικής προέλευσης. Στις Φιλιππίνες η γιαγιά λέγεται “λόλα”. Ενδεχομένως το έχουν πάρει από τα ισπανικά, αλλά μπορεί να είναι και σύμπτωση.
Σοφία Παπαργυρη -
στο χωριό του πατέρα μου ( Θεσσαλός ων και γεννημένος το 1914) λαλά λέγαν τον θείο.
Λιζαμπέτα Κυριάκου -
Γεια σας. Είμαι από ένα ελληνικό χωριό της Αλβανία που η μητρική γλώσσα, ήταν και είναι τα ελληνικά . Ονομάζετε , Άρτα η Νάρτα .
” Λαλά” εμείς λέμε την θεία.