συναύλιαση (η)
συναναστροφή. “δε μ΄ αρέσουν τέτοιες συναύλιασες” – “δεν έχει συναύλιαση με κανέναν”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σ(υ)ναύλιασ(ι) /ἡ/ (σὺν-αὔλισις) = συναναστροφή, ἐπικοινωνία, κοινωνικότης.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης