κωλώνω
σταματώ απότομα, δεν μπορώ ή δε θέλω να προχωρήσω άλλο.
φράση: “το μουλάρι εκώλωσε, είναι πεισματάρικο”.
μτφ.: “το κάρο εκώλωσε τον ανήφορο”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κωλώνω (κῶλον) = σταματῶ τὴν πορείαν, παύω ἐκ πείσματος ἢ ἐξ ἀδυναμίας τὴν προχώρησιν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης