Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κωλώνω

σταματώ απότομα, δεν μπορώ ή δε θέλω να προχωρήσω άλλο.
φράση: “το μουλάρι εκώλωσε, είναι πεισματάρικο”.
μτφ.: “το κάρο εκώλωσε τον ανήφορο”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κωλώνω (κῶλον) = σταματῶ τὴν πορείαν, παύω ἐκ πείσματος ἢ ἐξ ἀδυναμίας τὴν προχώρησιν.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.