καπετάρει (απρόσ.) και καπετάρω
συνήθως απαντάται στη φράση: “άμα καπετάρει” = άμα τύχει να γίνει κάτι.
Λέμε: “Αν καπετάρει και έρθω θα κουβεντιάσομε” – “Αν καπετάρει και πάω θα το ΄χω υπόψη μου”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καπετάρω (Ἰ. capitare) = συμβαίνω, προφθάνω, ἐκπεραιῶ, προϋπολογίζω ἔργον τι.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης