κονίδα (η)
το αυγό της ψείρας, ή και το νεογνό αυτής.
“Δια τις κονίδες, τρίψε τον σπόρον της τσουκνίδας καλά, βάλε τον εις το ξίδιν ένα ημερόνυκτο και πλύνε τον πρώτον με αλουσάν το κεφάλι σου και αφού στεγνώσει, άλειψέ το με το άνωθεν ξίδι και ψοφούν”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κονίδα /ἡ/ (κονία) = μικροσκοπικὸν νεογνὸν φθειρός, ψειράκι, λιανάκι.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης