καντσόνα (η) και καντσονέττα και καντσονάρω
μικρό άσμα, τραγουδάκι.
καντσονάρω = τραγουδώ.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καντσόνα /ἡ/ (Ἰ. canzone) = ᾆσμα, ᾀσμάτιον, τραγουδάκι.
Καντσονέτα /ἡ/ (Ἰ. canzonetta) = ᾀσμάτιον, ἐλαφρὸ τραγουδάκι.
Καντσονάρω (Ἰ. canzonare) = ᾄδω, τραγουδῶ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης