γνέμα (το)
το χειροποίητο νήμα ή και μηχανοποίητο.
Άγγελος Σικελιανός, Αλαφροΐσκιωτος, στ. 465: “Οι μοίρες έτσι το γνέμα εκλώσανε”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γνέμα /τὸ/ (νῆμα) = νῆμα χειροποίητον ἥ μηχανοποίητον.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης