Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σβεντίνα (η)

λιοκόκκι, όπως βγαίνει σε φύλλα από τα τσόλια

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σβεντίνα /ἡ/ (σβετίνjα, Ἰ. svestire) = στερεοποιημένον φύλλον πολτοῦ ἐλαιοκάρπου μετὰ τὴν ἔκθλιψιν (ὅπως ἀποσπᾶται ἀπὸ τὰ «τσόλια»).

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.