Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

γεροκομάω

περιποιούμαι κάποιον στα γεράματά του, τον νοσηλεύω και τον φροντίζω.
“Κάνω ένα ψυχικό, δεν έχει ο καημένος κανέναν να τον φροντίσει”.
Ευχή: “Απ΄ το Θεό να το ΄βρεις το καλό που κάνεις στη γριούλα”.
Συχνά όμως ο “γεροκομών” αποβλέπει και σε καμιά κρυφή διαθήκη, καλές οι κληρονομιές, έστω και με ιδιοτέλεια! …

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Γεροκομάω (γῆρας-κομέω) = νοσηλεύω, περιθάλπω, περιποιοῦμαι.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.