Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

φούρια (η)

η βιασύνη, η γληγοράδα.
“Τι σ΄ έπιασε η φούρια η μεγάλη και βιάζεσαι;
– “Πετάχτηκε μέσα απ΄ το λόγγο με φούρια και έπεσε κατ΄ απάνω του”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Φούρ(γ)ια /ἡ/ (Ἰ. furia) = μανία, ὁρμή, βία, σπουδή.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.