φούρια (η)
η βιασύνη, η γληγοράδα.
“Τι σ΄ έπιασε η φούρια η μεγάλη και βιάζεσαι;
– “Πετάχτηκε μέσα απ΄ το λόγγο με φούρια και έπεσε κατ΄ απάνω του”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φούρ(γ)ια /ἡ/ (Ἰ. furia) = μανία, ὁρμή, βία, σπουδή.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης