αργός (ο)
- ο αργοκίνητος, ο νωθρός, ο μη εργαζόμενος – αργό καΐκι, αργός μάστορας, αργός μαθητής (στο γράψιμο).
- “Τον έκανε αργό τον παπά η Μητρόπολη”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀργὸς -ὴ -ὸ (ἀργέω -ῶ): ἀδρανής, νωθρός, βραδυκίνητος, ἐν ἀργίᾳ.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης