Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αργός (ο)

  1. ο αργοκίνητος, ο νωθρός, ο μη εργαζόμενος – αργό καΐκι, αργός μάστορας, αργός μαθητής (στο γράψιμο).
  2. “Τον έκανε αργό τον παπά η Μητρόπολη”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀργὸς -ὴ -ὸ (ἀργέω -ῶ): ἀδρανής, νωθρός, βραδυκίνητος, ἐν ἀργίᾳ.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.