Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ανάγκη (η)

  1. ασθένεια των αμπελιών, που κάνει τα σταφύλια να “σταχτιάζουν και να ρεύουν”. Έτσι καταστράφηκε η παραγωγή κρασιού ή σταφίδας: Η ανάγκη φανερώθηκε για πρώτη φορά το 1852 και το 1856, “εφεύρεν ο άνθρωπος θεραπιά κε επάχνιζαν με βάζον πηκνουτόν τα σταφίληα με σκόνη διάφι (=θειάφι) (γεωργικά της Λευκάδας/Χρονικό Φίλιππα)
  2. ανάγκη σημαίνει και χρεία, έλλειψη: “Έχω ανάγκη και χρεία”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀνάγκη:  /ἡ/ (ἀνάγκη, ἁνακαίω 😉 = ἡ νόσος τῶν ἀμπέλων βαμβακίασις.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.