ανάγκη (η)
- ασθένεια των αμπελιών, που κάνει τα σταφύλια να “σταχτιάζουν και να ρεύουν”. Έτσι καταστράφηκε η παραγωγή κρασιού ή σταφίδας: Η ανάγκη φανερώθηκε για πρώτη φορά το 1852 και το 1856, “εφεύρεν ο άνθρωπος θεραπιά κε επάχνιζαν με βάζον πηκνουτόν τα σταφίληα με σκόνη διάφι (=θειάφι) (γεωργικά της Λευκάδας/Χρονικό Φίλιππα)
- ανάγκη σημαίνει και χρεία, έλλειψη: “Έχω ανάγκη και χρεία”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀνάγκη: /ἡ/ (ἀνάγκη, ἁνακαίω 😉 = ἡ νόσος τῶν ἀμπέλων βαμβακίασις.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης