Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πασσέτο (το)

ξύλινο μέτρο που συμπτύσσεται σε 10 κομμάτια των 0,10 εκ.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Πασσέτο /τὸ/ (Ἰ. passeto) = πολύσπαστον ξύλινον μέτρον τῶν τεχνιτῶν.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


πασσέτο (τό): ξύλινο ἀναδιπλούμενο μέτρο, ὑποδεκάμετρο, (ΒΕΝ. passèto).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.