πασσέτο (το)
ξύλινο μέτρο που συμπτύσσεται σε 10 κομμάτια των 0,10 εκ.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πασσέτο /τὸ/ (Ἰ. passeto) = πολύσπαστον ξύλινον μέτρον τῶν τεχνιτῶν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
πασσέτο (τό): ξύλινο ἀναδιπλούμενο μέτρο, ὑποδεκάμετρο, (ΒΕΝ. passèto).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου