άλεσμα (το)
η άλεση, το προϊόν της άλεσης.
Το σιτάρι ή το κριθάρι που μεταφέρεται στο μύλο για να αλεστεί – “Θα πάω για τ΄ άλεσμα στο μύλο”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἄλεσμα: /τὸ/ = ἡ ἄλεσις, τὸ ἀλεσθὲν ἢ πρὸς ἄλεσιν μεταφερόμενον ζωοφορτίον δημητριακῶν.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης