αγγόνα (η)
εγγονή
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ετυμολογική σημείωση:
από τον αρσενικό τύπο άγγονας (βλ.λ.) + –α (θηλυκοποιητικό δεσμευμένο μόρφημα)
(Π.Γ. Κριμπάς)
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
εγγονή
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ετυμολογική σημείωση:
από τον αρσενικό τύπο άγγονας (βλ.λ.) + –α (θηλυκοποιητικό δεσμευμένο μόρφημα)
(Π.Γ. Κριμπάς)