αλμπάνης -ισσα
- ο πεταλωτής
- ο ατζαμής στην τέχνη του, ο κακός τεχνίτης. “Αυτός είναι αλμπάνης, δεν ξέρει από τέχνη”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ετυμολογική σημείωση:
από το τουρκ. nalbant (< περσ. naˁl-band ‘τσαγκάρης, υποδηματοποιός’), πβ. το οικογενειακό Ναλμπάντης (συνηθισμένο στη βόρεια Ελλάδα). Το τελικό /t/ εξέπεσε από απλοποίηση είτε απευθείας στην Ελληνική, είτε ήδη στη δημώδη τουρκική προφορά. Η συνεκφορά, στην αιτιατική ενικού, με το οριστικό άρθρο, τ.έ. το ναλμπάνη, οδήγησε σε επανανάλυση (τον αλμπάνη), η οποία έδωσε την ονομαστική ενικού ο αλμπάνης
(Π.Γ. Κριμπάς)