Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αλμπάνης -ισσα

  1. ο πεταλωτής
  2. ο ατζαμής στην τέχνη του, ο κακός τεχνίτης. “Αυτός είναι αλμπάνης, δεν ξέρει από τέχνη”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ετυμολογική σημείωση:
από το τουρκ. nalbant (< περσ. naˁl-band ‘τσαγκάρης, υποδηματοποιός’), πβ. το οικογενειακό Ναλμπάντης (συνηθισμένο στη βόρεια Ελλάδα). Το τελικό /t/ εξέπεσε από απλοποίηση είτε απευθείας στην Ελληνική, είτε ήδη στη δημώδη τουρκική προφορά. Η συνεκφορά, στην αιτιατική ενικού, με το οριστικό άρθρο, τ.έ. το ναλμπάνη, οδήγησε σε επανανάλυση (τον αλμπάνη), η οποία έδωσε την ονομαστική ενικού ο αλμπάνης

(Π.Γ. Κριμπάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.