αγλύκαντος (ο)
αυτός που δεν έχει γλύκα, που δεν δημιουργεί ευχάριστη ατμόσφαιρα (γλύκα) στο περιβάλλον του, αυτός που δεν απήλαυσε την γλύκα της ζωής.
Η λέξη όμως λέγεται κυρίως χαϊδευτική ή και ως κατάρα στα μικρά παιδιά. “μωρέ αγλύκαντο”.
“φαρμάκι αγλύκαντο μες το λαιμό μου…”
Αρ. Βαλαωρίτης – Αστραπόγιαννος, Στ. 23
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀγλύκαντος -η -ο: (ἀ-γλυκαίνω) = ὁ μὴ γλυκαίνων τὸ περιβάλλον του, ὁ ὑπαίτιος πικριῶν, ὁ μὴ γευθεὶς γλυκασμὸν εἰς τὴν ζωήν.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης