νιτσεράδα (η)
αδιάβροχο από ειδικό ύφασμα διαποτισμένο με λινόλαδο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ν(ι)τσεράδα /ἡ/ (Ἰ. incerata) = κηρωτόν, λαϊκὸς ἀδιάβροχος ἐπενδύτης ἐξ ὑφάσματος διαποτισθέντος διὰ λινελαίου καὶ ἐπαλειφθέντος δι’ ἀσφάλτου.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Αδιάβροχο κερωμένο ένδυμα ναυτικών συνήθως. Αντιδάνειο από το ιταλικό incerata (cera, κερί). (Μπαμπινιώτης και Λάζαρης).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης