υἵπατα
Υἵπατα § αἱ τῶν γονάτων ἀρθρώσεις. Μ. αἱ δυνάμεις τοῦ σώματος, ἡ ἀνδρεία τῆς ψυχῆς. Φ. δὲν πιάνω υἵπατα = δὲν ἀναλαμβάνω τὰς σωματικάς μου δυνάμεις· δὲν μὲ βαστᾶν τὰ υἵπατα = δὲν ἔχω ἀνδρείαν, τόλμην· τρέμουν τὰ υἵπατά μου = λύονταί μου γυῖα (Ὅμηρ.).
Σημ. Ἡ λ. εἶνε ἴσως αὐτὸ τὸ Ὁμηρ. γυῖα· κατὰ μετάθ. Ἐγένετο υἷγα, τροπῇ δὲ τοῦ γ εἰς τ, κατὰ τὰ ῥάγα, ῥάτα, ἐγένετο υἷτα διὰ δὲ τὴν συγγένειαν τοῦ τ πρὸς τὸ π, κατὰ τὸ στάδιον, σπάδιον; ἐγένετο υἵπα, προσθέσει δὲ τῆς καταλήξ. τὰ υἵπατα κατὰ τὰ ἔργα, ἔργατα. Ἄλλοι δὲ εἰπάτωσαν τὰ πιθανώτερα.
βλ. ἥπατα