Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

γροικάω

Γροικάω (ἀγροικῶ, αὖρα-ἀκούω) = ἀκούω μόλις, ἀντιλαμβάνομαι ἐλαφρῶς, αἰσθάνομαι. βλ. και αγροικιέμαι

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


“Δε μ΄αγροικάει (παράδειγμ.) η  άλλη μ΄η πάντα” *  και “Δε με γροικάει”, “δε γροικιέμαι”, με την έννοια ότι είμαι αθόρυβος, δεν ενοχλώ.
Η λέξη είναι ελληνική. Προέρχεται από το αγροίκος (ανόητος) και κατά τον Γ. Χατζηδάκι, η σειρά είναι η εξής: αγροίκος, άγροικος = ανόητος / αγροικός = νοήμων / α-γροικώ = νοώ, αισθάνομαι, ακούω.
Κατά το λεξικό Φυτράκη:  αγρικώ, γρικώ = καταλαβαίνω, αισθάνομαι
*(μ)πάντα: πλευρά, ορχήστρα , ιταλ. banda

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.