ξεσφαΐζω -ομαι
προκαλώ πόνο στη σφαή μου (=στο σβέρκο μου) αθέλητα και εξ αιτίας απότομης κίνησής μου ή επίμονης προσήλωσης, δεξιά ή αριστερά και σε λοξή στάση.
φράσεις: “Εκοίταζα πολύ ώρα με το πλάι και ξεσφαγιάστηκα” = “Με ξεσφάγιασες χριστιανέ μου!”, ενέργ. =κακοποιώ κάποιον.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξ(ε)σφα(γ)ίζω (ἐκ-σφαγὴ) = στραγγαλίζω, προκαλῶ διάστρεμμα ἢ νευρίτιδα τοῦ αὐχένος: «ξσφαΐσου νὰ πᾶς στ᾿ ἀμπέλ᾿ δελέγκου».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ξεσφαγίζω = ξεσβερκώνω, κόβω κάποιου τή σφαγή (τό σβέρκο).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής