Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ξεσφαΐζω -ομαι

προκαλώ πόνο στη σφαή μου (=στο σβέρκο μου) αθέλητα και εξ αιτίας απότομης κίνησής μου ή επίμονης προσήλωσης, δεξιά ή αριστερά και σε λοξή στάση.
φράσεις: “Εκοίταζα πολύ ώρα με το πλάι και ξεσφαγιάστηκα” = “Με ξεσφάγιασες χριστιανέ μου!”, ενέργ. =κακοποιώ κάποιον.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ξ(ε)σφα(γ)ίζω (ἐκ-σφαγὴ) = στραγγαλίζω, προκαλῶ διάστρεμμα ἢ νευρίτιδα τοῦ αὐχένος: «ξσφαΐσου νὰ πᾶς στ᾿ ἀμπέλ᾿ δελέγκου».

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Ξεσφαγίζω = ξεσβερκώνω, κόβω κάποιου τή σφαγή (τό σβέρκο).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.