Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πορεύω -πορεύομαι

τα καταφέρνω και περνάω καλά (ή κακά) τις μέρες μου.
Προμηθεύομαι τα απαραίτητα στο σπίτι: “Πώς τα πορεύετε; – Καλούτσικα”.
Σε περίπτωση που δανειζόμαστε ψωμί ή λάδι λέμε: “Θα πορέψομε κι αυτή τη βδομάδα, κιαπέ θα ιδούμε …”.
Παροιμίες: “Έβγα στην αυλή πομπέψου, κι έμπα μέσα και πορέψου” – “Και τ΄ αρφανά πορεύονται κι οι χήρες κονομιούνται”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Πορεύω (πόρος -ίζω) = διάγω, ἐξοικονομῶ τὰ πρὸς τὸ ζῆν.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Με την έννοια του “ζω”, “διάγω, συντηρούμαι, περνώ” (Δημητράκος). Από δω και η πόρεψη “τα προ το ζην αναγκαία”.
Η αρχική έννοια του (παθητ.) ρήματος στην νεότερη γλώσσα μας σημαίνει βαδίζω, πηγαίνω κάπου.
Συχνά στο χωριό χρησιμοποιούμε τη φράση: “πάρε τώρα να πορευτείς”, δηλ. να περάσεις.
Από τη λέξη “πόρος” (πέρασμα) ετυμολογείται η λέξη Κι όποιος δεν έχει πόρους (ζωής) είναι φυσικά ά-πορος. (από δω και η α-πορία με τη δική σημασία της ανέχειας και της αμφιβολίας.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.