Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

καρκαρίστρα (η)

το γλήγορο και θορυβώδες γέλιο, που συχνά ενσκήπτει αιφνίδίως. φράση: “Έχει μια καρκαρίστρα, που την ακούν σ΄ όλο το χωριό”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Καρκαρίστρα /ἡ/ (ἠχητ.) = αἰφνίδιος ταχύρρυθμος γέλως ὅμοιος μὲ κακάρισμα ὄρνιθος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.