Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τσούρναρο /ὁ/

Τσούρναρο /ὁ/ (Ἰ. sciorinare) = ξηρὸν ὑπόλειμμα κλαδονομῆς εἰς τὸ ὕπαιθρον, ξηρὸν ἀπόρριμμα κλαδίσκου θάμνου κατάλληλον διὰ προσάναμμα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.